- Εὐμενοῦς
- Εὐμενήςwell-disposedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐμενοῦς — εὐμενής well disposed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμένους — Εὐμένης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ROSIUS Portus — Ciliciae apud Polyaen. l. 4. c. 6. in Antigono, Comm. 9. Φοινίςςαι νῆες ὁρμοῦςαι Κιλικίαν ὑπὸ τῷ ῥωςίῳ λιμένι χρήματα ἐυμενοῦς αγουςαι. Scribe Rhosius … Hofmann J. Lexicon universale
δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… … Dictionary of Greek
ευμένειος — εὐμένειος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευμένη (όνομα δύο βασιλέων τής Περγάμου) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐμένεια γιορτή προς τιμήν τού βασιλιά Ευμένους Β τής Περγάμου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐμένειος (ενν. μήν.) ονομασία… … Dictionary of Greek
ευμενισταί — εὐμενισταί, οἱ (Α) [ευμενίζω] επιγρ. θίασος, όμιλος θιασωτών τού Ευμένους … Dictionary of Greek
οικήτωρ — οἰκήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. κάτοικος («χθονός τῆσδ εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.) 2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.) 3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» οι νεκροί β) «οἰκήτωρ θεοῡ» κάτοικος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ +… … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
Άτταλος — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Περγάμου. 1. Ά. Α’ ο Σωτήρ (269 197 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς του ελληνιστικού αυτού κράτους (241 197). Η νίκη του εναντίον των Γαλατών υπήρξε η μεγάλη δόξα του. Χάρη στη διπλωματία και στις στρατηγικές του ικανότητες … Dictionary of Greek